-
1 ἄμειψις
A exchange, interchange, Plb.10.1.5;ἐν ἀμείψει τῶν τάξεων Plu.Arist.16
; : succession,τῶν γενῶν Plu.Sull.7
; change,τῆς χρόας Id.2.978d
.2 repartee, Plu.2.803c.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄμειψις
См. также в других словарях:
благодарениѥ — БЛАГОДАРЕНИ|Ѥ (96), ˫А с. Благодарение, дар: онъ же прослави б҃а о бл҃годарерении [так!] ст҃ою. СкБГ XII, 21а; сочива. i гроздь˫а. подобаѥть приносити въ врѣмѩ съзрѣнь˫а... н(а) бл҃годарение... б҃у КР 1284, 37б; оубогимъ же бл҃годаренье даите иже … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
κονκορδάτο — (concordat). Συνθήκη που συνάπτεται μεταξύ Αγίας Έδρας της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας και ενός κράτους, με αντικείμενο τον διακανονισμό θεμάτων κοινού ενδιαφέροντος στη βάση αμοιβαίων παραχωρήσεων. Η ιστορική του καταγωγή ανάγεται στη Διακήρυξη… … Dictionary of Greek